βορειοανατολικός

βορειοανατολικός
η , ό[ν] северо-восточный;

τα βορειοανατολικόςά — северо-восток


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βορειοανατολικός" в других словарях:

  • βορειοανατολικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ του βορρά και της ανατολής 2. εκείνος που είναι στραμμένος ή προέρχεται από σημείο μεταξύ βορρά και ανατολής («βορειοανατολική πλευρά», «βορειοανατολικός άνεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο… …   Dictionary of Greek

  • βορειοανατολικός, -ή — ό επίρρ. βορειοανατολικά αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στο βορά και την ανατολή ή στρέφεται προς τα εκεί ή προέρχεται από εκεί: Το σπίτι μας το πιάνει βορειοανατολικός άνεμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραίγος — ο βορειοανατολικός άνεμος (καικίας, μέσης). [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) grego < ιταλ. greco (vento) «ελληνικός (άνεμος)»] …   Dictionary of Greek

  • ελλησποντίας — ἑλλησποντίας και ιων. τ. ἑλλησποντίης, ο (Α) 1. άνεμος που πνέει από τον Ελλήσποντο 2. καικίας, βορειοανατολικός άνεμος …   Dictionary of Greek

  • ευροκλύδων — εὐροκλύδων, ωνος, ὁ (ΑΜ, Α και εὐρακύλων) θυελλώδης βορειοανατολικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος, ο «νοτιοανατολικός άνεμος» + κλύδων. Για τον τ. ευρακύλων βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • καικίας — Μυθολογικό πρόσωπο. Αποτελούσε προσωποποίηση του ομώνυμου βορειοανατολικού ανέμου των αρχαίων. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι ήταν άστατος άνεμος και προμηνούσε κακοκαιρία. Στο Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στην Αθήνα, ο Κ. απεικονίζεται ως γέρος… …   Dictionary of Greek

  • λιοβόρι — το βορειοανατολικός άνεμος που έχει ως συνέπεια ξηρό καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + βορι(< βοριάς), πρβλ. ξερο βόρι] …   Dictionary of Greek

  • μέσης — ο (Α μέσης) βορειοανατολικός άνεμος μεταξύ τού απαρκτία και τού καικία, κν. γραίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • υπερβορειοανατολικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερβορειοανατολικός άνεμος» (μετεωρ.) ο απηλιώτης, άνεμος μεταξύ τού ανατολικού και τού βορειοανατολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + βορειοανατολικός] …   Dictionary of Greek

  • υποβορειοανατολικός — ή, ό, Ν το αρσ. ως ουσ. ο υποβορειοανατολικός·(ενν. άνεμος) ο μεσοβορράς, κν. γραιγοτραμουντάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βορειοανατολικός] …   Dictionary of Greek

  • Αέρηδες — Το αρχαίο υδραυλικό ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στο τέρμα της οδού Αιόλου, στην Αθήνα. Το ρολόι κατασκευάστηκε τον 1o αι. π.Χ. από λευκό μάρμαρο σε σχήμα οκταγωνικού πύργου. Ο πύργος έχει ύψος 12,80 μ. και διάμετρο 7,95 μ., ενώ το πλάτος της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»